.


“T’ όνειρο”


Λάμψη σηκώθηκε, μπροστά απ’ το βλέμμα

και σκέπασε τον ύπνο

λες τ’ όνειρο να μίσησε,

και εκδικήθηκε το γαλήνιο ξύπνημα.


Έτσι, φωτιά άναψες πάνω μου,

με κύκλωσες,

κι ανάσανα καυτές, υγρές ανάσες

για πρώτη μου φορά,

σαν τ’ όνειρό μου τώρα ν’ άρχισε

ή τώρα να τελειώνει.


Όταν βλέπω το σώμα σου ή το υπολογίζω,

και το ένα μας το άγγιγμα, θύελλα και εκτέλεση,

μαστίγωμα και ανάσταση.

Τυχαία ή μελετημένα

θα κλείσουμε τρομαγμένοι τα μάτια,

το όνειρο να μην τελειώσει.


Μέχρι που φάνηκες,

τα σύνορά μου με τον κόσμο απέραστα,και τώρα, διαλυμένα σέρνονται,

στο κάθε σου ταξίδι μέσα μου.



Σημάδεψα τα σημεία μου, να μη χαθώ στο δρόμο.

όμως γυρίζοντας, είχες περάσει πρώτα εσύ,

και τα ‘σβησες.

Τον έχασα το δρόμο

και συνέχισα δικός σου να είμαι.

τα όπλα μου βαθιά μου έκρυψα,

κι όχι μόνο τα βρήκες.

δικά σου τα έκανες και γιάτρεψες τους εφιάλτες μου.


Μόνος μου να είμαι άλλο,

το απαγόρεψες.

με σήκωσες στα πόδια μου

και αν και ικέτευα μόνο τα χείλια σου,

με έλουσες στο σώμα σου.

Πιο δυνατός ποτέ δεν ένιωσα.


Γονάτισα, το γέλιο σου,

αστραπή να με διαπεράσει.

Να ικετέψω τη ματιά σου

και το χάδι της προσοχής σου.

Να με ηλεκτρίσει η απαλή σου όψη,

όταν ξεχνιέσαι.


Όταν ανακάλυψα τα ίχνη σου,

τα ακολούθησα, από βήμα σε βήμα

μέχρι που ένιωσα τα φιλιά σου στην πλάτη μου

ύπουλα και αδύναμα

να με παρακαλάνε να παραδοθώ.

Βούτηξα στις αμφιβολίες μου και

σου έμαθα τους κόσμους μου για να τους καταστρέψεις.


Και σαν η θάλασσα να στέρεψε,

για πρώτη μου φορά τυράννησα τα κύτταρά μου,

για ν’ απαντήσουν στις πιο μεγάλες μου φωτιές.

Γύρισα και σε είδα.

Θυμάμαι το χαμόγελο

που προκάλεσε το θάνατο της ησυχίας μου.

Και τρόμαξα…


Καμία λογική δε στάθηκε

για να κοιμίσει τους στρατούς του είναι μου.

Και τρόμαξα…

Έσωσα ότι πρόλαβα

και βρέθηκα γυμνός

κάτω απ’ τα πόδια σου.

Κι αν σου μιλάω, τρομάζω στις ανάγκες σου.

Λατρεύω και μισώ τις εποχές σου.

Γίνεσαι δήμιος της τρέλας μου

με μια σου λέξη.

ή και καμία.


Αγάπησα τις ενοχές σου.

Αγάπησα τις δύσκολες εικόνες σου.

Και σ’ αγαπάω.

Σαν ώριμο καρπό μέσα στο σώμα μου.

Όταν μυρίζω στις αόρατες ακτίνες τη μαγεία σου.

Τη λάμψη, στο σκυφτό σου πρόσωπο, όταν θυμάσαι.


Δαμάζω τις αλήθειες μου,

να μη μιλήσω.

Ανίκανος να προφυλάξω τις ευαισθησίες,

σου χάρισα και γεύτηκες το αίμα μου.

Και τρόμαξες…


Το πρόγραμμα των κυνηγιών σου ματαιώθηκε

και στην ιδέα ν’ αναγνωριστείς,

με κούρασες.

Με παίδεψες με γρήγορες κινήσεις.


Και όταν νόμισα πως σ’ έπιασα,

πιο πίσω, πιο μακριά μου έμεινες.

Έτσι, άρχισα κι εγώ να σημαδεύω.


Έκλεψα τα’ όνομά σου,

το βαπτίστηκα,

σε έκανα δική μου και σε χάνω.

Όμως,

χαμένη η παρτίδα κι αν θα είναι,

να κλέψω δε μπορώ,

ή να μπλοφάρω.

Δε γίνεται στην τύχη να με παίξεις.

Όσο κι αν ξέρεις, θα με χάσεις.


Η ακρότητα, καινούριους κόσμους προδοσίας να μη φτιάξει.

Ένοχοι και οι δύο στις θύμησες,

συνεχίζουμε τις πλάνες, στους πλανήτες μας.

Κι οι ισορροπίες μας

αγωνιούν στην κάθε κίνηση.


Άπλωσα τα φτερά, και πέταξα.

Και δεν ήταν ο ίλιγγος που ένιωσα.

Ήσουν εσύ,

που το γυναικείο σου άρωμα, σκόρπισες στον αέρα.

Και πέταξες πλάι μου.





.

2 σχόλια:

panoptis είπε...

αναδημοσιεύω αυτη την ανάρτησή μου για να ευχηθώ με αυτόν τον τρόπο στη γυναίκα μου και μητέρα του γιού μας χρόνια της πολλά, για την γιορτή της μητέρας που είναι σήμερα...

σε αγαπάμε και οι δύο οι άντρες σου μαμά-Δέσποινα....

Despoina Chatzipavlidou είπε...

ααα... τι σύμπτωση... αυτό το ποίημα το βρήκα κάποτε τυχαία πάνω στο μηχανάκι μου :p............